συζητώ

συζητώ
συζητῶ, -έω, ΝΜΑ, και συνζητῶ, -έω, Α [ζητῶ]
1. διερευνώ, εξετάζω ένα θέμα μαζί με άλλον ή άλλους, ανταλλάσσω σκέψεις, γνώμες σχετικά με ένα θέμα, διεξάγω συζήτηση, συνομιλώ
2. προβάλλω, διατυπώνω αντιρρήσεις σχετικά με ένα θέμα («μην τό συζητάς, είναι ήδη αποφασισμένη η απομάκρυνσή του»)
αρχ.
συλλογίζομαι, στοχάζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συζητώ — συζητάω / συζητώ, συζήτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συζητώ — συζήτησα, συζητήθηκα, συζητημένος 1. ανταλλάσσω γνώμες με άλλους πάνω σε κάποιο θέμα, συνομιλώ: Στη συνάντηση των δύο υπουργών συζητήθηκε και το κυπριακό πρόβλημα. – Βαρέθηκα να συζητώ τα ίδια πράγματα. 2. «Μην το συζητάς», μη φέρνεις αντίρρηση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συζητῶ — συζητέω search pres subj act 1st sg (attic epic doric) συζητέω search pres ind act 1st sg (attic epic doric) συζητέω search pres subj act 1st sg (attic epic doric) συζητέω search pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοκουβεντιάζω — 1. συζητώ με φιλοφροσύνη 2. συζητώ με ερωτική διάθεση …   Dictionary of Greek

  • κοινολογώ — (AM κοινολογῶ, έω) νεοελλ. μσν. λέω κάτι στο κοινό, διαλαλώ, κάνω κάτι δημόσια γνωστό, κοινοποιώ, διαδίδω μσν. συζητώ μσν. αρχ. μέσ. κοινολογοῦμαι, έομαι (με δοτ. ή περί + γεν.) συνομιλώ με κάποιον, συζητώ, συσκέπτομαι, ζητώ τη γνώμη κάποιου (α.… …   Dictionary of Greek

  • κουβεντιάζω — [κουβέντα] 1. συνομιλώ, συζητώ 2. διαπραγματεύομαι κάτι, τό συζητώ με κάποιον λεπτομερώς 3. καθοδηγώ, δασκαλεύω («τόν έχουν κουβεντιάσει, γι αυτό άλλαξε στάση απέναντί μου») 4. κακολογώ, σχολιάζω δυσμενώς, επικρίνω («τόν κουβεντιάζει όλο το χωριό …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • ντεσπουτάρω — (Μ) 1. συζητώ, εκθέτω τις απόψεις μου σχετικά με ένα θέμα και τίς τεκμηριώνω με επιχειρήματα 2. μιλώ, αγορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desputar < λατ. disputo «σκέπτομαι, συζητώ για ένα θέμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”